Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ (ΣΕΛΙΔΕΣ 83 - 100)

Στην συνέχεια αναλύονται τα κοντινά στις εγκαταστάσεις της ΝΑ.ΒΙ.ΠΕ Τοπία Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους.

Κλεισούρα

Είναι χαράδρα ιδιαίτερης «άγριας» φυσικής ομορφιάς, μερικά χιλιόμετρα έξω από το Αιτωλικό, στο δρόμο Μεσολογγίου - Αγρινίου. Τα γύρω από αυτή βουνά έχουν δάση από δρυς σε αραιή δασοκάλυψη ενώ η φυσική επέκταση της χαράδρας προς το Αγρίνιο καταλήγει σε δάσος πυκνό μακί που διακόπτεται από πλατάνια και καλλιέργειες. Από επιστημονική άποψη η χαράδρα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια που μέσα σε αυτή συναντώνται ενδημικά φυτά αποκλειστικά για την περιοχή. Παλαιότερα υπήρχε και πανίδα που μάλλον έχει εξαφανιστεί.

Βαράσοβα

Η περιοχή προστατεύεται και ως αρχαιολογικός χώρος. Είναι βραχώδης ορεινός όγκος με εξαιρετικά απότομες πλαγιές, ιδιαίτερα προς την θάλασσα. Βρίσκεται στον πατραϊκό κόλπο, μεταξύ Κρυονερίου - Γαλατά και Κάτω Βασιλικής. Η δασική κάλυψη είναι κυρίως αραιά, από φρύγανα θάμνους και πόες με τμήματα μακί ανάμεσα τους. Στην Βαράσοβα υπάρχει χλωρίδα αποκλειστικά ενδημική. Αισθητικά αποτελεί φυσική ενότητα με την Παλιοβούνα, ορεινό όγκο ακριβώς απέναντι της καθώς και με το τμήμα του ποταμού Εύηνου. Ανάμεσα τους κυριαρχούν δάση μακί με μικρά τμήματα αναδασωμένου πεύκου. Υπάρχει και πανίδα από κατσίκια ημιάγριας μορφής.

Δάσος Λεσινίου (Φράξου)
Δεν έχει χαρακτηριστεί ως ΤΙΦΚ, αλλά αποτελεί σημαντικό δάσος. Βρίσκεται στο κτήμα Λεσινίου και περιβάλει το δρόμο Μεσολογγίου - Αστακού. Είναι το μοναδικό αμιγές δάσος φράξου στην Ελλάδα, ενώ από άποψη ιδιοκτησιακή ανήκει στον οργανισμό Λεσινίου. Έχει έκταση γύρω στα 500 στρέμματα. Στην Ελλάδα υπάρχουν τρία αυτοφυή είδη φράξου, τα οποία συναντώνται στην περιοχή.

4.1.10.6 Εθνικά Πάρκα/Εθνικοί Δρυμοί

Στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος υπάρχει το εθνικό πάρκο της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου. (ΦΕΚ 477 Δ/31-5-2006).

4.1.10.7 Συνοπτική παρουσίαση

Όλες οι ανωτέρω περιοχές προστασίας παρουσιάζονται στον χάρτη προστατευόμενων και ευαίσθητων περιοχών που επισυνάπτεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III της παρούσας μελέτης.

4.1.10.8 Χρήσεις Γης

Διαχωρίστηκαν οι παρακάτω χρήσεις. Φυσικός τουέας α. Δάση - Θαμνώνες
Οι εκτάσεις που καλύπτονται από δασική βλάστηση είναι σχετικά λίγες στην περιοχή. Συγκροτημένα δάση, που να δίνουν δυνατότητες εκμετάλλευσης τους, απουσιάζουν. Τα περισσότερα είναι σχετικά αραιά και είναι υπολείμματα παλαιοτέρων δασών.
Στην κατηγορία αυτή, έγινε προσπάθεια να διαχωριστούν τρεις (3) κατηγορίες πυκνότητας της δενδρώδους και θαμνώδους βλάστησης.
• Πυκνότητα > 60%: Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα καλύτερα δασικά τμήματα της περιοχής, από πλευράς κάλυψης του εδάφους. Στο ανατολικό τμήμα του χάρτη, στο εσωτερικό της περιοχής, εντοπίζονται τα περισσότερα και κυρίως αυτά που περιέχουν δενδρώδη βλάστηση, αντίθετα με κάποια μικρά τμήματα που συναντώνται στην δυτική πλευρά με έκθεση στη θάλασσα, τα οποία περιέχουν θαμνώνες.
• Πυκνότητα 20-60%. Οι εκτάσεις της κατηγορίας αυτής είναι λίγες και τεμαχισμένες. Στην δυτική πλευρά με έκθεση στην θάλασσα, και στα νησάκια, συναντώνται θαμνώνες, ενώ στα υπόλοιπα τμήματα συναντώνται και δενδρώδεις σχηματισμοί, κυρίως στις παρυφές του κτήματος Λεσινίου.
• Πυκνότητα < 20%. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τμήματα τα οποία περιέχουν αραιή βλάστηση και κατά το πλείστον δενδρώδη. Οα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηρισθεί και σαν περιοχή με διάσπαρτα δένδρα.
β. Βοσκότοποι
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται τα μεγαλύτερα τμήματα της περιοχής και κυριαρχεί η ποώδης βλάστηση και οι διάσπαρτοι θάμνοι ή δένδρα. Η κατηγορία αυτή μοιάζει αρκετά με την προηγούμενη ως προς τον τύπο του τοπίου, αλλά και ως προς τη χρήση που γίνεται, καθότι και οι δύο χρησιμοποιούνται για την κτηνοτροφία.
γ. Άγονες Εκτάσεις
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κυρίως κορυφές, και άλλες εκτάσεις, από τις οποίες απουσίαζε το έδαφος και η βλάστηση.
δ. Αμμοθίνες
Στο νοτιοδυτικό τμήμα, στα όρια της πεδιάδας με τη θάλασσα, παρατηρούνται αμμώδεις εκτάσεις σημαντικού πλάτους 200-300μ. περίπου, οι οποίες βρίσκονται σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας και υπόκεινται σε περιοδικές πλημμύρες. Αποτελούν τμήμα της λιμνοθάλασσας Σκαντζόχοιρου κα. σχεδόν ενώνονται σε κάποιο σημείο με τη νήσο Πεταλάς.
ε. Κακώς αποστραγγιζόμενες εκτάσεις
Στις παρυφές του κτήματος Λεσινίου εξακολουθούν να υπάρχουν μερικές λουρίδες γης, με κακή στράγγιση, οι οποίες καλύπτονται από υδρόφιλη βλάστηση.
Γεωργικός τουέας
Στον τομέα αυτό διαχωρίστηκαν τρεις (3) χρήσεις: α. Καλλιεργούμενες εκτάσεις με εγγειοβελτιωτικά έργα
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι πεδινές εκτάσεις του κτήματος Λεσινίου που δόθηκαν στην καλλιέργεια μετά την αποξήρανση της λίμνης Μελίτης. Οι εκτάσεις αυτές καλλιεργούνται με ετήσιες καλλιέργειες, και απουσιάζει παντελώς κάθε είδος δενδροκαλλιέργειας.
β. Καλλιεργούμενες εκτάσεις χωρίς εγγειοβελτιωτικά έργα
Στην κατηγορία αυτή κατατάσσονται γεωργικές εκτάσεις εκτός του κτήματος Λεσινίου, οι οποίες εντοπίζονται σε επίπεδες κυρίως εκτάσεις στις παρυφές του βόρειου τμήματος του κτήματος Λεσινίου, και βορειότερα στην κοιλάδα του Γέρο Πόρου (Αναπού) ποταμού, και στην κοιλάδα του Ξηροπόταμου βόρεια του Αστακού. Και στις εκτάσεις αυτές κυριαρχούν οι ετήσιες καλλιέργειες, ενώ στην περιοχή του Αστακού παρατηρούνται και κάποιες δενδροκαλλιέργειες.
γ. Δενδρώδεις καλλιέργειες
Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται κυρίως εκτάσεις που βρίσκονται στα χαμηλότερα τμήματα των πλαγιών των Ακαρνανικών Ορέων, στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας του Ξηροπόταμου (βορείους του Αστακού). Διπλή είναι η ιδιαιτερότητα της κατηγορίας αυτής: πολυετείς καλλιέργειες, ελαιώνες κυρίως, αλλά και σε βουνοπλαγιά. Μια άλλη μονάδα της κατηγορίας αυτής, αλλά πολύ μικρότερης έκτασης, εντοπίζεται σε μια ελαφρώς επικλινή θέση, στην ακτή του λιμένα Αγ. Παντελεήμονα, ΝΑ του Αστακού.

4.2 ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΜΕΣΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ

4.2.1 Περιγραφή

Ο όρμος Πλατυγιάλι βρίσκεται νότια του όρμου του Αστακού σε απόσταση 4 ναυτικών μιλίων και βόρεια των εκβολών του Αχελώου σε απόσταση 10 ν. μιλίων. Το στόμιο του ορίζεται από τα ακρωτήρια Καρλόγλωσσα και Χονδρός στο Ιόνιο πέλαγος.
Απέναντι από την είσοδο του όρμου βρίσκονται οι Βόρειες Εχινάδες (Δρακονέρα, Προβάτιο και Ποντικός), που δημιουργούν ένα φυσικό δίαυλο με την ξηρά πλάτους δύο περίπου χιλιομέτρων. Τα βάθη στον δίαυλο αυτό κυμαίνονται από 35 μέχρι 60 μ.
Η είσοδος στον όρμο έχει στο στενότερο σημείο της πλάτος 450 μ. περίπου, το δε μήκος του όρμου στον άξονα του ξεπερνά το ένα ν. μίλι. Τα νερά έχουν βάθος 20-25 μ. στον άξονα του όρμου.
Η περιοχή του όρμου Πλατυγιάλι αποτελείται από ασβεστολιθικά πετρώματα και δεν υπάρχουν εμφανή επιφανειακά νερά. Το έδαφος που καλύπτει τους ασβεστόλιθους είναι μικρού πάχους Κοντά στην θάλασσα στο δυτικό και το βόρειο μέρος του όρμου, τα βράχια είναι τελείως γυμνά και σταματούν απότομα πάνω από το νερό σε ύψος 0,5 μέτρου περίπου, χωρίς να δημιουργείται ομαλή ακτή. Στο βάθος του όρμου (βόρεια-βορειανατολικά) η ακτή είναι πιο ομαλή ακολουθώντας την κλίση της μικρής κοιλάδας που δημιουργείται στο βορειοανατολικό άκρο του όρμου. Η ανατολική πλευρά του όρμου είναι και αυτή βραχώδης χωρίς να δημιουργείται ομαλή ακτή.
Η περιοχή των εγκαταστάσεων βρίσκεται στο βάθος του όρμου Πλατυγιάλι και περικλείεται από λόφους.

4.2.2 Οικοσυστήματα

Στην συγκεκριμένη περιοχή του έργου το πετρώδες έδαφος και η έλλειψη εμφανών επιφανειακών υδάτων είναι παράγοντες που έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ενός χερσαίου οικοσυστήματος αποτελούμενο κυρίως από θάμνους. Υπάρχουν επίσης λίγα ελαιόδενδρα και αρκετές βελανιδιές. Η χλωρίδα αυτή, αποτέλεσμα των φυσικών χαρακτηριστικών του βιότοπου, είναι χαρακτηριστική των ασβεστολιθικών και άνυδρων Μεσογειακών περιοχών, συναντάται δε πολύ συχνά στην Ελλάδα.
Ο βυθός του όρμου είναι αμμώδης-ιλυώδης και οι ακτές όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, βραχώδεις.
Χαρακτηριστική είναι η απουσία οποιουδήποτε είδους μόνιμης ορνιθοπανίδας στην περιοχή αμέσου επιρροής.

4.2.3 Χλωρίδα - Πανίδα

Στην συγκεκριμένη περιοχή του έργου το πετρώδες έδαφος και η έλλειψη εμφανών επιφανειακών υδάτων είναι παράγοντες που έχουν οδηγήσει στη δημιουργία ενός χερσαίου οικοσυστήματος αποτελούμενο κυρίως από θάμνους. Υπάρχουν επίσης λίγα ελαιόδεντρα και αρκετές βελανιδιές. Η χλωρίδα αυτή, αποτέλεσμα των φυσικών χαρακτηριστικών του βιότοπου, είναι χαρακτηριστική των ασβεστολιθικών και άνυδρων Μεσογειακών περιοχών, συναντάται δε πολύ συχνά στην Ελλάδα.
Ο βυθός του όρμου είναι αμμώδης-ιλυώδης και οι ακτές όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, βραχώδεις.
Χαρακτηριστική είναι η απουσία οποιουδήποτε είδους μόνιμης ορνιθοπανίδας στην περιοχή αμέσου επιρροής.

4.2.4 Χρήσεις γης

Οι χρήσεις γης σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ 1991 στην άμεση και ευρύτερη περιοχή του έργου παρουσιάζονται στον Πίνακα που ακολουθεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 1991, οι καλλιέργειες αποτελούν την κυρίαρχη χρήση στην ευρύτερη περιοχή καλύπτοντας το 64,3% της έκτασης, ενώ σημαντικοί είναι και οι βοσκότοποι που καλύπτουν το 16,1%. Οι δασικές εκτάσεις και οι εκτάσεις με νερά καλύπτουν μικρό ποσοστό, περίπου 8,4% και 3,7% αντίστοιχα. Οι εκτάσεις των οικισμών αντιπροσωπεύουν ποσοστό της τάξης του 5,7%. Για την περίοδο 1981-91 παρατηρείται μια αύξηση των καλλιεργούμενων, των οικιστικών και των άλλων εκτάσεων (βραχότοποι, μεταλλεία κλπ). Παράλληλα, παρατηρείται μια μείωση των βοσκοτόπων και των εκτάσεων που καλύπτονται από νερά.
Στην άμεση περιοχή των έργων υπάρχει η θεσμοθετημένη βιομηχανική περιοχή (ΝΑ.ΒΙ.ΠΕ.) στην οποίο έχει εκτελεσθεί ένα μεγάλο μέρος των έργων υποδομής. Ο περιβάλλων χώρος είναι γυμνός από καλλιέργειες, υπάρχουν μόνο λίγα ελαιόδενδρα και αρκετές βελανιδιές. Κυριαρχούν οι βοσκότοποι (βοοειδή και αιγοπρόβατα) και η σκληροφυλλική βλάστηση.
Οι κυρίαρχες χρήσεις γης στην άμεση περιοχή του έργου σύμφωνα με το Corine Land Cover 2000 απεικονίζονται στο στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III της παρούσας μελέτης.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4.4. : Βασικές κατηγορίες χρήσεων γης

4.2.5 Γεωλογικά - Γεωτεχνικά στοιχεία

Για την διαπίστωση των συνθηκών υπεδάφους στην περιοχή του έργου έγιναν έρευνες μεταξύ Νοεμβρίου 1984 και Ιανουαρίου 1985 και παρουσιάζονται σε έκθεση της Γεωέρευνα Α.Ε. με τίτλο: «ΒΙΠΕΤΑ Α.Ε.. Εδαφοτεχνική Έρευνα Ναυτιλιακής Βιομηχανικής Περιοχής Πλατυγιαλίου Αστακού Αιτωλοακαρνανίας, Αθήνα, Γενάρης 1985» και παρουσιάζονται στην αρχική ΜΠΕ. Παρακάτω παρουσιάζεται ενδεικτικά απόσπασμα του γεωλογικού χάρτη ΙΓΜΕ της περιοχής.

ΣΧΗΜΑ 4.2.  : Γεωλογικός Χάρτης ΙΓΜΕ

4.2.6 Σεισμολογικά στοιχεία

Σύμφωνα με το χάρτη ζωνών σεισμικής επικινδυνότητας της Ελλάδας Νέος Ελληνικός  Αντισεισμικός Κανονισμός (ΝΕΑΚ) η περιοχή ενδιαφέροντος κατατάσσεται στη ζώνη II, δηλαδή στη ζώνη με τη μεσαία σεισμική επικινδυνότητα του Ελλαδικού χώρου βρίσκεται όμως πολύ κοντά στη ζώνη III.

ΣΧΗΜΑ 4.3. : Χάρτης ζωνών Σεισμικής Επικινδυνότητας της Ελλάδος

Στην συνέχεια παρατίθενται δύο ακόμη χάρτες:

ΣΧΗΜΑ 4.4. - ΣΧΗΜΑ 4.5. : Κύρια σεισμολογικά τόξα έντονης σεισμικής δραστηριότητας. 1964-2000 - Επίκεντρα και μεγέθη των κυριοτέρων σεισμών. MAXIMUM MAGNITUDE DISTRIBUTION

Στον πρώτο χάρτη εμφανίζονται τα κύρια σεισμολογικά τόξα έντονης σεισμικής δραστηριότητας, που διέρχονται από τον Ελλαδικό χώρο. Παρατηρούμε ότι η ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας επηρεάζεται άμεσα τόσο από το αντίστοιχο τόξο που δίνει ισχυρούς σεισμούς κυρίως στην περιοχή των Επτανήσων όσο και απο το τόξο του κορινθιακού κόλπου. Αυτό δικαιολογεί και τους ισχυρούς σεισμούς που έχουν παρατηρηθεί στην ευρύτερη περιοχή όπως διαπιστώνουμε από την μελέτη του πίνακα παρακάτω.
Στο δεύτερο χάρτη εμφανίζονται τα επίκεντρα και τα μεγέθη των κυριοτέρων σεισμών που έχουν συμβεί στον Ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο 1964-2000. Από τον συγκεκριμένο χάρτη παρατηρούμε ότι οι περισσότεροι σεισμοί που έχουν ως επίκεντρο την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και κυρίως την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, είναι της τάξης των 4 βαθμών της κλίμακας Richter, μερικές φορές και μεγαλύτερο.
Τα σχετικά αυτά μεγάλα μεγέθη σεισμών που έχουν εμφανιστεί στην ευρύτερη περιοχή θα πρέπει να οδηγήσουν σε εξαρχής ασφαλή αντισεισμικό σχεδιασμό των εγκαταστάσεων.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4.6. : Σεισμολογικά στοιχεία περιοχής (1960-2000)

4.3 ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

4.3.1 Μετεωρολογικά στοιχεία

Μετεωρολογικοί σταθμοί
Στην ευρύτερη περιοχή του έργου υπάρχουν οι παρακάτω μετεωρολογικοί και βροχομετρικοί σταθμοί:

ΠΙΝΑΚΑΣ 4.7. : Μετεωρολογικοί και βροχομετρικοί σταθμοί της ευρύτερης περιοχής

Ο πλησιέστερος σταθμός είναι του Λεσινίου, αλλά οι παρατηρήσεις που έγιναν σ' αυτόν καλύπτουν πλήρως μόνο τις βροχοπτώσεις και την θερμοκρασία, έχουν μερικές ελλείψεις όσον αφορά την εξάτμιση και τα ανεμολογικά, ενώ δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για τη νέφωση. Για τον λόγο αυτό παρατίθενται στοιχεία και από άλλους σταθμούς, που ενώ δεν εκπροσωπούν ακριβώς τις συνθήκες της περιοχής του έργου, είναι αρκετά κοντά, ώστε να είναι δεκτές οι παρατηρήσεις σ' αυτούς, με κάποια έστω προσέγγιση.

Βροχοπτώσεκ

Η μέση ετήσια βροχόπτωση στην περιοχή του Λεσινίου φθάνει τα 821 χλστ. (πίνακας 4.1.). Το θέρος είναι υπέρξηρο με 2,4% της συνολικής βροχόπτωσης, η άνοιξη συγκεντρώνει το 17,9%, ενώ το 80% περίπου της βροχόπτωσης παρουσιάζεται κατά την διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα (35,3% και 44,4% αντίστοιχα).

ΠΙΝΑΚΑΣ 4.8. : Βροχόπτωση

Παρόμοια κατανομή εμφανίζουν και οι σταθμοί Αγρινίου, Αργοστολίου και Λευκάδας, αν και το συνολικό ετήσιο ύψος βροχής σ' αυτούς είναι μέχρι και 20% περισσότερο.
Για τον υπολογισμό της πλημμύρας εφαρμόζεται η όμβριος καμπύλη που προέκυψε από τους Μετεωρολογικούς Σταθμούς Αστακού και Βόνιτσας.
ί = 12,328 t0,226 Τ 0,3875 όπου: ί = η ένταση της κρίσιμης βροχοπτώσεως σε χλστ/ώρα, t = η διάρκεια της βροχόπτωσης σε ώρες, Τ = η περίοδος επαναφοράς σε χρόνια
Με την παραπάνω όμβριο καμπύλη υπολογίζεται ότι για διάρκεια βροχής 1 ώρας το ύψος της βροχόπτωσης ανέρχεται σε 23 χλστ. για περίοδο Τ=5 χρόνια και 30 χλστ. για περίοδο Τ=20 χρόνια.

ΣΧΗΜΑ 4.6. : Διακύμανση την μηνιαίων τιμών ύψους υετού στο Λεσίνι.

Θερμοκρασία

Η θερμοκρασία στην περιοχή Λεσινίου εμφανίζεται να προσεγγίζει αυτήν του Αγρινίου, με κάποιες ευνοϊκές επιδράσεις, από το γεγονός ότι είναι πολύ κοντά στην Θάλασσα (Πίνακας 4.9.).
Έτσι, η μέση μέγιστη θερμοκρασία στην περιοχή του έργου είναι 31,1°C, η δε απόλυτη μέγιστη δεν πρέπει να ξεπερνά τους 42°C, αν λάβουμε υπόψη ότι οι αντίστοιχες τιμές για το Αγρίνιο είναι 33,7°C και 44,8°C.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4.9 : Θερμοκρασία (°C)

Υγρασία

Μετρήσεις για την υγρασία δεν έχουν γίνει στο Λεσίνι. Τέτοιες μετρήσεις υπάρχουν για τους Μ.Σ. Αγρινίου και Αργοστολίου. Με δεδομένη την εγγύτητα προς την θάλασσα, οι τιμές του Μ. Σ. Αργοστολίου πρέπει να αποδίδουν με μεγαλύτερη προσέγγιση τις συνθήκες στην περιοχή του έργου. Η σχετική υγρασία επομένως θα κυμαίνεται από 65% τον Ιούλιο μέχρι 74% τον Νοέμβριο, με μέση ετήσια τιμή 69,6%.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4.10. : Σχετική Υγρασία (%).
ΣΧΗΜΑ 4.8 : Σχετική υγρασία (μετεωρολογικός σταθμός Αργοστολίου).

Όσον αφορά την ομίχλη, στοιχεία υπάρχουν μόνο στους Μ.Σ. Αγρινίου και Αργοστολίου. Ο μέσος όρος των ημερών ομίχλης είναι σχεδόν μηδέν στο Αργοστόλι και λίγο υψηλότερος στο Αγρίνιο. Η περιοχή όμως του Κάτω Αχελώου, λόγω της ύπαρξης μεγάλων υδάτινων επιφανειών και της αυξημένης υγρασίας, αναμένεται να παρουσιάζει επιφανειακές ομίχλες τις μεταβατικές κυρίως εποχές, άνοιξη και φθινόπωρο και κυρίως τις νυχτερινές ώρες. Περιπτώσεις ομίχλης μεταφοράς (μεταφορά θερμού και υγρού αέρα της Κεντρικής Μεσογείου πάνω από σχετικά ψυχρές επιφάνειες) παρατηρούνται, αλλά όχι συχνά.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4.11. : Ημέρες Ομίχλης.
ΣΧΗΜΑ 4.9. : Αριθμός ημερών με ομίχλη (μετεωρολογικός σταθμός Αργοστολίου).

Άνεμοι

Ανεμολογικές μετρήσεις έχουν γίνει στους Μ.Σ. Αγρινίου, Αργοστολίου, Λευκάδας και Λεσινίου. Ο σταθμός του Λεσινίου βρίσκεται πλησιέστερα στο έργο αλλά δεν διαθέτει όλες τις μετρήσεις της 30ετίας. Δεδομένου ότι το Αργοστόλι είναί προσανατολισμένο όπως και η θέση του έργου με άνοιγμα προς την θάλασσα Δ-ΝΔ, επιλέγονται σαν βάση συγκρίσεως τα ανεμολογικά στοιχεία του σταθμού αυτού.
Από την σύγκριση των μετρήσεων στους δύο σταθμούς προκύπτει ότι οι άνεμοι έχουν περίπου τα ίδια χαρακτηριστικά και συνεπώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα στοιχεία του σταθμού Λεσινίου παρά τις ελλείψεις τους. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι στην διάρκεια του χρόνου ο επικρατούν άνεμος είναι ο ΒΔ 16,7%, ακολουθεί ο Β 14,7%, ενώ η νηνεμία φθάνει το 25,9%.
Μετά από προσεκτικότερη έρευνα στη γύρω τοπογραφία παρατηρείται όμως ότι κι αυτός ο σταθμός δεν είναι αντιπροσωπευτικός της θέσης για διευθύνσεις Δυτικού τομέα. Αυτό οφείλεται στους λόφους Μπουσάνι, Κατσάς και Παναγία που βρίσκονται Νοτιοδυτικά του Λεσινίου και κατά κάποιο τρόπο «μπλοκάρουν» την κυκλοφορία από αυτές τις διευθύνσεις που είναι Δυτικού τομέα. Σε λίγο μεγαλύτερη απόσταση προς τα Δυτικά-Βορειοδυτικά του Λεσινίου βρίσκονται και τα υψώματα Καληχίτσα-Μπαρέτα που κι αυτά επενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο στους ανέμους Δυτικού τομέα. Δεδομένου ότι το Πλατυγιάλι είναι στη Δυτική ακτή και συνεπώς θα είναι εκτεθειμένο περισσότερο στις θαλάσσιες αύρες, αλλά και στους Βορειοδυτικούς ανέμους που εκτρέπονται από τα Ακαρνανικά όρη, εκτιμάται ότι το αντίστοιχο διάγραμμα συχνότητας εμφάνισης της διεύθυνσης και της ταχύτητας του Λεσινίου θα είναι αντιπροσωπευτικό αν αυξηθεί η συχνότητα εμφάνισης ανέμων Δυτικού τομέα.
Έτσι προτείνεται το εξής ανεμοδιάγραμμα για την περιοχή του έργου:
• Άπνοια 25%
• ΒΔ άνεμοι 15% (7% εντάσεως 1 -2 beaufort και 8% 3-4 beaufort)
• Δ άνεμοι 22% (10% εντάσεως 1 -2 beaufort και 12% 3-4 beaufort)
• ΝΔ άνεμοι 22% (10% εντάσεως 1 -2 beaufort και 12% 3-4 beaufort)
• Β άνεμοι 15% (7% εντάσεως 1 -2 beaufort και 8% 3-4 beaufort)
Από τις υπόλοιπες διευθύνσεις ακολουθούν οι Νότιοι με μικρότερο ποσοστό εμφάνισης και κατόπιν οι άλλες διευθύνσεις που είναι σε μικρά ποσοστά λόγω της διαμόρφωσης της τοπογραφίας. Ανατολικοί ή Βορειοανατολικοί άνεμοι μπορεί να εμφανίζονται στην περιοχή του εργοστασίου υπό μορφή κυρίως καταβατικών ρευμάτων κοντά στο έδαφος λόγω της διαμόρφωσης της τοπογραφίας, αλλά συνήθως είναι πολύ ασθενείς μετά από μερικές δεκάδες μέτρα ύψος.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4.12 - ΠΙΝΑΚΑΣ 4.13 : Ετήσια συχνότητα διευθύνσεως και δυνάμεως ανέμου επί τοις εκατό σε κλίμακα Beaufort, της περιόδου 1958-88 στον σταθμό Λεσινίου - Ετήσια συχνότητα διευθύνσεως και δυνάμεως ανέμου επί τοις εκατό σε κλίμακα Beaufort, εξαγχθείσα από παρατηρήσεις 08ω, 14ω και 20ω της περιόδου 1951-1972 στον Μ.Σ. Αργοστολίου.

Στο ακόλουθο σχήμα παρουσιάζεται το ροδόγραμμα διεύθυνσης και ταχύτητας του ανέμου για τον προαναφερθέντα σταθμό.

ΣΧΗΜΑ 4.10 & 4.11. : Ροδογράμματα διεύθυνσης και έντασης ανέμου (Λεσινίου και Αργοστολίου

4.3.2 Κλίμα

Το κλίμα της περιογής

Το κλίμα της ευρύτερης περιοχής μελέτης είναι τυπικά «μεσογειακό». Η σχετική αφθονία σε γλυκά και αλμυρά νερά (το συγκρότημα λιμνών Αιτωλοακαρνανίας, οι τεχνητές λίμνες της ΔΕΗ και οι πολυάριθμες λιμνοθάλασσες), καθώς και η πολυμορφία του ανάγλυφου της περιοχής (το πολυσχιδές των ακτών, δώδεκα ξερονησίδες καλύπτουν τη θαλάσσια περιοχή, η μεγάλη πεδινή έκταση, ο ορεινός όγκος της Κλεισούρας και η δυτική πλευρά της οροσειράς της Πίνδου) δικαιολογούν τις διαφορές διαβαθμίσεις του Μεσογειακού χαρακτήρα του κλίματος και την ύπαρξη πολλών μικροκλιμάτων. Κατά Gaussen, οι κλιματικές συνθήκες στην υδρολογική λεκάνη του ποταμού Αχελώου ποικίλουν σημαντικά, λόγω των διαφορών υψομέτρου και των συνθηκών υγρασίας του ποταμού και του Ιονίου Πελάγους.

α. Περιοχή ανάντι φράγματος Στράτου

Η περιοχή αυτή βρίσκεται στην κλιματική ζώνη της Βόρειας Ελλάδας και έχει τύπο κλίματος ενδιάμεσο, μεταξύ μεσογειακού και ηπειρωτικού μεσευρωπαϊκού. Ο ορεινός ηπειρωτικός τύπος έχει χαρακτηριστικά σχεδόν όμοια με τον κλιματικό τύπο της Μεσευρώπης (μικρή ηλιοφάνεια, μεγάλη νέφωση, μεγάλη περίοδος χιονοπτώσεων και χιονοσκεπούς εδάφους, άφθονες θερινές καταιγίδες, μεγάλος αριθμός ημερών χαλάζιου). Ο πεδινός ηπειρωτικός τύπος δίνει, για την πεδινή έκταση, καθαρά ηπειρωτικά χαρακτηριστικά (μεγάλο θερμοκρασιακό εύρος, πολύ χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα, βροχοπτώσεις μέσου ύψους και άνιση κατανομή τους στο χρόνο, έντονους ανέμους, μικρής διάρκειας άνοιξη και φθινόπωρο).

Δεν υπάρχουν σχόλια: